-
1 καρδία
1 heartἐνέπεξαν ἕλκος ὀδυναρὸν ἑᾷ πρόσθε καρδίᾳ P. 2.91
fig., of the feelings:καρδίᾳ γελανεῖ ἀκαμαντόποδός τ' ἀπήνας δέκευ Ψαύμιός τε δῶρα O. 5.2
πολλὰ δ' ἐν καρδίαις ἀνδρῶν ἔβαλον ὧραι πολυάνθεμοι ἀρχαῖα σοφίσμαθ O. 13.16
βιατὰς Ἄρης ἰαίνει καρδίαν κώματ P. 1.11
ἔστασαν ὀρθὰν καρδίαν P. 3.96
ὁπόταν τις ἀμείλιχον καρδίᾳ κότον ἐνελάσῃ P. 8.9
θρασείᾳ δὲ πνέων καρδίᾳ μόλεν P. 10.44
οὐδ' ἀμόχθῳ καρδίᾳ προσφέρων τόλμαν παραιτεῖται χάριν N. 10.30
τις ταρβεῖ προσιόντα νιν καρδίᾳ περισσῶς fr. 110. ἢ σιδάρου κεχάλκευται μέλαιναν καρδίαν ψυχρᾷ φλογί fr. 123. 5. γλυκεῖά οἱ καρδίαν ἀτάλλοισα γηροτρόφος συναορεῖ Ἐλπίς fr. 214. 1. πάρος μέλαιναν καρδίαν ἐστυφέλιξεν (sc. θεός) fr. 225. -
2 μέλας
μέλας (μέλᾰνος, -ᾰνι; -αίνας, -αίνᾳ, -αιναν, -αιναι; μέλαν acc.)1 dark met., dismal λάχναι νιν μέλαν γένειον ἔρεφον pr. O. 1.68λέγοντι μὰν χθόνα μὲν κατακλύσαι μέλαιναν ὕδατος σθένος O. 9.50
μέλανος ἂν ἐσχατιὰν καλλίονα θανάτου ( θάνατον v. l.) P. 11.56οὐ φάος, οὐ μέλαιναν δρακέντες εὐφρόναν N. 7.3
ἐν σχερῷ δ' οὔτ ὦν μέλαιναι καρπὸν ἔδωκαν ἄρουραι N. 11.39
Τηλέφου μέλανι ῥαίνων φόνῳ πεδίον I. 8.50
]α φυγόντα νιν καὶ μέλαν ἕρκος ἅλμας[ Δ. 1. 1. ὑπὸ σιγᾷ μελαίνᾳ κάρα κέκρυπται Παρθ. 1. 1. θεῷ δὲ δυνατὸν μελαίνας ἐκ νυκτὸς ἀμίαντον ὄρσαι φάος fr. 108b. 1. ἢ σιδάρου κεχάλκευται μέλαιναν καρδίαν ψυχρᾷ φλογί unenlightened fr. 123. 5. πάρος μέλαιναν καρδίαν ἐστυφέλιξεν pr. fr. 225. -
3 ψυχρός
A cold, χάλαζα, νιφάδες, χιών, Il.15.171, 19.358, 22.152; ψ. χαλκός (as we say ' cold steel') 5.75: freq. of water,ψ. ὕδωρ Od.9.392
, Th.2.49; ψυχρόν (without ὕδωρ) Thgn.263;λοῦνται ψυχρῷ Hdt.2.37
;ἀναγαργαρίζεσθαι ψυχρῷ IG42(1).126.30
(Epid., ii A. D. ) (but τὸ ψυχρὸν also = ψῦχος, cold, Hdt.1.142);ψ. ὥστε λούσασθαι X.Mem.3.13.3
: of the air,αὔρη ψ. Od.5.469
;αἰθήρ Pi.O.13.88
(s. v. l.);νύκτες Th.7.87
;κυνὸς ψυχρὰ δύσις S.Fr.432.11
; ψ. βίος life in the cold, Ar.Pl. 263: esp. of dead things, νέκυς (opp. θερμὸν αἷμα) S.OC 622; of cold meats, Alex.173.4, etc.; of a snake, Theoc.15.58: [comp] Comp.- ότερος Hdt.2.22
, Pl.Phlb. 24b: [comp] Sup.- ότατος D.S.1.41
.II metaph.,1 ineffectual, vain,ἐπικουρίη ψ. Hdt.6.108
;ἐπαρθεὶς ψυχρῇ νίκῃ Id.9.49
;ψ. παραγκάλισμα S.Ant. 650
; θερμὴν ἐπὶ ψυχροῖσι καρδίαν ἔχεις a hot spirit in a cold business, ib.88.3 of persons, cold-hearted, heartless, indifferent, X.Cyr.8.4.22, 23;ψ. καὶ μελαγχολικοί Arist.MM 1203b1
;ἐκ σιδάρου κεχάλκευται μέλαιναν καρδίαν ψυχρᾷ φλογί Pi.Fr. 123.5
;οὔτε ψ. εἶ οὔτε ζεστός Apoc.3.15
.4 of flat, lifeless, insipid productions, τὸν Παλαμήδην (the play so named)ψυχρὸν ὄντ' αἰσχύνεται Ar.Th. 848
;σκῶμμα.. σφόδρα ψ. Eup.244
; ψ. καὶ ἀηδὴς [Μοῦσα] Pl.Lg. 802d;ἕωλα καὶ ψ. D.21.112
;πρᾶγμα.. φρέατος.. ψυχρότερον Ἀραρότος Alex.179
, cf. Arist.Rh. 1405b34, Demetr.Eloc. 114, etc.: hence jokes in Ar.Ach. 138- 140, Machoap.Ath.13.580a; also of authors themselves,γίνεται ψυχρός D.H.Isoc.3
. Adv., ; σκώψαντι ψ. ἐπιγελάσαι to laugh at a feeble joke, Thphr.Char.2.4;τοὺς γοῦν ψυχροὺς ψ. λέγουσι διαλέγεσθαι Pl.Euthd. 284e
. -
4 φλόξ
1 fireαἰθοίσας ἔχοντες σπέρμ' φλογὸς οὔ O. 7.48
πέτρας φοίνισσα κυλινδομένα φλὸξ ἐς βαθεῖαν φέρει πόντου πλάκα P. 1.24
βόας, οἳ φλόγ' ἀπὸ ξανθᾶν γενύων πνέον καιομένοιο πυρός P. 4.225
τοῖσιν ἐν δυθμαῖσιν αὐγᾶν φλὸξ ἀνατελλομένα συνεχὲς παννυχίζει I. 4.65
φλόγα δερκομ[ Δ. 4. b. 9. ἐξ ἀδάμαντος ἢ σιδάρου κεχάλκευται μέλαιναν καρδίαν ψυχρᾷ φλογί fr. 123. 6. -
5 χαλκεύω
1 forge met.ἀψευδεῖ δὲ πρὸς ἄκμονι χάλκευε γλῶσσαν P. 1.86
ἐξ ἀδάμαντος ἢ σιδάρου κεχάλκευται μέλαιναν καρδίαν ψυχρᾷ φλογί fr. 123. 5. -
6 ψυχρός
1 freezing, chillπνοιαῖς Βορέα ψυχροῦ O. 3.32
ψυχρᾶν εὐδιανὸν φάρμακον αὐρᾶν O. 9.97
αἰθέρος ψυχρῶν ἀπὸ κόλπων ἐρήμου (Schr.: ψυχρᾶς codd.) O. 13.88 met., ἐξ ἀδάμαντος ἢ σιδάρου κεχάλκευται μέλαιναν καρδίαν ψυχρᾷ φλογί fr. 123. 6. dub., γυναικείῳ θράσει ψυχρὰν φορεῖται πᾶσαν ὁδὸν θεραπεύων ( ψυχάν coni. Schneider: alii alia) fr. 123. 9.
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский